ἐπικατάγομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(4)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικατάγομαι:''' Παθ., [[έρχομαι]] προς την [[ξηρά]] μαζί με ή [[μετά]] από, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικατάγομαι:''' (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).
}}
}}

Revision as of 14:36, 31 December 2018

Greek Monotonic

ἐπικατάγομαι: Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατάγομαι: (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).