νεόπηκτος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ. | |lsmtext='''νεόπηκτος:''' -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόπηκτος:''' недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой ([[τυρός]] Batr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 243] = νεοπαγής, τυρός, Batrach. 38.
Greek (Liddell-Scott)
νεόπηκτος: -ον, ἴδε νεοπηγής.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fraîchement caillé;
2 de cuisson récente (brique).
Étymologie: νέος, πήγνυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α νεόπηκτος, -ον)
1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.)
2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.)
αρχ.
αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε («νεοπήκτου κεραμῑδος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. εύ-πηκτος, κρυσταλλό-πηκτος].
Greek Monotonic
νεόπηκτος: -ον, αυτός που πρόσφατα έπηξε, δηλ. χτίστηκε, στερεοποιήθηκε, οικοδομήθηκε ή παρασκευάστηκε, σε Βαβρ.
Russian (Dvoretsky)
νεόπηκτος: недавно затвердевший, т. е. свежий, молодой (τυρός Batr.).