κεράμεος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(20)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεράμεος]], -ον (ΑΜ) [[κέραμος]]<br />[[κεράμειος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεραμέα</i><br />η [[στέγη]].
|mltxt=[[κεράμεος]], -ον (ΑΜ) [[κέραμος]]<br />[[κεράμειος]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ κεραμέα</i><br />η [[στέγη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κεράμεος:''' Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = [[κεράμειος]].
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1420] dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.

Greek Monolingual

κεράμεος, -ον (ΑΜ) κέραμος
κεράμειος
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα
η στέγη.

Russian (Dvoretsky)

κεράμεος: Plut. и κερᾰμεοῦς, ᾶ, οῦν Plat., Luc., Plut. = κεράμειος.