ὑπάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπάγγελος:''' -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑπάγγελος:''' -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπάγγελος:''' вызванный вестником: οὐκ [[ἄκλητος]], ἀλλ᾽ ὑ. Aesch. не незванный, а будучи приглашен через гонца. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A summoned by a messenger, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑ. A.Ch.838.
German (Pape)
[Seite 1179] vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάγγελος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀγγέλου κληθείς, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Χο. 838, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 287 καὶ Τραχ. 391.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
averti ou appelé par un messager.
Étymologie: ὑπό, ἄγγελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄγγελος.
Greek Monotonic
ὑπάγγελος: -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάγγελος: вызванный вестником: οὐκ ἄκλητος, ἀλλ᾽ ὑ. Aesch. не незванный, а будучи приглашен через гонца.