δύσλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσλεκτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς το λόγο, [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]], Λατ. [[infandus]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύσλεκτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς το λόγο, [[ανείπωτος]], [[ανεκδιήγητος]], Λατ. [[infandus]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσλεκτος:''' невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 14:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλεκτος Medium diacritics: δύσλεκτος Low diacritics: δύσλεκτος Capitals: ΔΥΣΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dýslektos Transliteration B: dyslektos Transliteration C: dyslektos Beta Code: du/slektos

English (LSJ)

ον,

   A hard to tell, A.Pers.702 (anap.).

German (Pape)

[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.

Greek (Liddell-Scott)

δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.

Greek Monotonic

δύσλεκτος: -ον, δύσκολος ως προς το λόγο, ανείπωτος, ανεκδιήγητος, Λατ. infandus, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσλεκτος: невыразимый, несказанный, т. е. ужасный (δύσλεκτα λέγειν Aesch.).