καταχωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[τήκω]], σε Δημ.
|lsmtext='''καταχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[τήκω]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχωνεύω:''' переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχωνεύω Medium diacritics: καταχωνεύω Low diacritics: καταχωνεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: katachōneúō Transliteration B: katachōneuō Transliteration C: katachoneyo Beta Code: kataxwneu/w

English (LSJ)

   A melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον poured molten gold down his throat, App.Mith.21.

Greek (Liddell-Scott)

καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4˙ τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.˙ τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.

French (Bailly abrégé)

jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.

Greek Monolingual

(AM καταχωνεύω)
νεοελλ.
καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω

Greek Monotonic

καταχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταχωνεύω: переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).