μισάμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῑσάμπελος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται το [[κρασί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μῑσάμπελος:''' -ον, αυτός που αποστρέφεται το [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῑσάμπελος:''' враждебный виноградной лозе ([[κρήνη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσάμπελος Medium diacritics: μισάμπελος Low diacritics: μισάμπελος Capitals: ΜΙΣΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: misámpelos Transliteration B: misampelos Transliteration C: misampelos Beta Code: misa/mpelos

English (LSJ)

ον,

   A hating the vine, App.Anth.4.20.

German (Pape)

[Seite 189] den Weinstock hassend, κρήνη, Ep. ad 198 (App. 100).

Greek (Liddell-Scott)

μῑσάμπελος: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἄμπελον, πηγὴν μισάμπελον Ἀνθ. Π. παράρτ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ennemi de la vigne.
Étymologie: μισέω, ἄμπελος.

Greek Monolingual

μισάμπελος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τα αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἄμπελος.

Greek Monotonic

μῑσάμπελος: -ον, αυτός που αποστρέφεται το κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσάμπελος: враждебный виноградной лозе (κρήνη Anth.).