πρόκρισις: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(nl) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρόκρισις -εως, ἡ [προκρίνω] voorselectie. | |elnltext=πρόκρισις -εως, ἡ [προκρίνω] voorselectie. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόκρῐσις:''' εως ἡ предпочтение, выбор Sext.: ἐκ προκρίσεως Plat. по выбору. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A preference, selection, S.E. P.2.45, al.; ἐκ προκρίσεως (προκρίνω 1.1b) Pl.Plt.298e.
German (Pape)
[Seite 731] ἡ, vorhergefälltes Urtheil, Wahl, Plat. Polit. 298 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκρῐσις: -εως, ἡ προτίμησις, ἐκλογή, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 45, κ. ἀλλ.· ἐκ προκρίσεως Πλάτ. Πολιτ. 299Α. ΙΙ. προηγουμένη κρίσις, Κλήμ. Ἀλ. 999.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκρισις -εως, ἡ [προκρίνω] voorselectie.
Russian (Dvoretsky)
πρόκρῐσις: εως ἡ предпочтение, выбор Sext.: ἐκ προκρίσεως Plat. по выбору.