διάγλυπτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διάγλυπτος:''' -ον, χαραγμένος, [[γλυπτός]], εγχάρακτος, σε Ανθ. | |lsmtext='''διάγλυπτος:''' -ον, χαραγμένος, [[γλυπτός]], εγχάρακτος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάγλυπτος:''' украшенный резьбой, резной ([[κάλαμος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.
Spanish (DGE)
-ον talladode una pluma AP 6.227 (Crin.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.
Greek Monotonic
διάγλυπτος: -ον, χαραγμένος, γλυπτός, εγχάρακτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διάγλυπτος: украшенный резьбой, резной (κάλαμος Anth.).