πέρδιξ: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(5) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέρδιξ:''' -ῑκος, ὁ και ἡ, [[πέρδικα]], Λατ. [[perdix]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πέρδιξ:''' -ῑκος, ὁ και ἡ, [[πέρδικα]], Λατ. [[perdix]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πέρδιξ -ικος, ὁ, ἡ patrijs. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Cret. πήριξ Hsch., ῑκος S.Fr.323, Nicopho 18, ῐκος Archil. 106, Epich.84, ὁ and ἡ :—
A partridge, Ar.Av.767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π. X.Mem.2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π. AP7.204 (Agath.): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp', Ar.Fr.523.
German (Pape)
[Seite 564] ικος, ὁ und ἡ, das Rebhuhn; Soph. frg. 300; Ar. Av. 297; Arist. H. A. 6, 1 u. Folgde. – [Bei Archil. 51 in Ath. 388 f ist ι kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
πέρδιξ: -ῑκος, ὁ καὶ ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρδικα», Λατ. perdix· [γεν. -ῑκος, Σοφ. Ἀποσπ. 300, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσι» 4, κ. ἀλλ., πρβλ. περδίκιον· ἀλλὰ -ῐκος, Ἀρχίλ. 95, Ἐπίχ. 63 Ahr.].
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ ou ἡ)
perdrix, oiseau.
Étymologie: DELG πέρδομαι.
Spanish
Greek Monolingual
και κρητ. τ. πήριξ, -ικος, ὁ, ἡ, Α
βλ. πέρδικα.
Greek Monotonic
πέρδιξ: -ῑκος, ὁ και ἡ, πέρδικα, Λατ. perdix, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέρδιξ -ικος, ὁ, ἡ patrijs.