ἴθρις: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴθρις]], ὁ (Α)<br />[[ευνούχος]], ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἴθρις]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του <i>ἔθρις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιδρύω]]). Ο τ. <i>ἔθρις</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vadhri</i>- «ευνουχισμένος»].
|mltxt=[[ἴθρις]], ὁ (Α)<br />[[ευνούχος]], ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἴθρις]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του <i>ἔθρις</i>, με [[τροπή]] του <i>ε</i>- σε <i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιδρύω]]). Ο τ. <i>ἔθρις</i> συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>vadhri</i>- «ευνουχισμένος»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴθρις:''' εως ὁ скопец Anth.
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴθρῐς Medium diacritics: ἴθρις Low diacritics: ίθρις Capitals: ΙΘΡΙΣ
Transliteration A: íthris Transliteration B: ithris Transliteration C: ithris Beta Code: i)/qris

English (LSJ)

ὁ,

   A eunuch, restored from Hsch. for ἴδρις in AP6.219 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1245] ὁ, der Verschnittene, VLL.; nach Casaub. conj. Antp. 27 (VI, 219).

Greek (Liddell-Scott)

ἴθρῐς: ὁ, εὐνοῦχος, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 175. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἴθρις· σπάδων, τομίας, εὐνοῦχος».

Greek Monolingual

ἴθρις, ὁ (Α)
ευνούχος, ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἴθρις είναι παράλληλος τ. του ἔθρις, με τροπή του ε- σε ι- (πρβλ. ιδρύω). Ο τ. ἔθρις συνδέεται με αρχ. ινδ. vadhri- «ευνουχισμένος»].

Russian (Dvoretsky)

ἴθρις: εως ὁ скопец Anth.