καταζάω: Difference between revisions
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω, περνώ την [[ζωή]] μου, σε Ευρ., Πλάτ. | |lsmtext='''καταζάω:''' μέλ. <i>-ζήσω</i>, ζω, περνώ την [[ζωή]] μου, σε Ευρ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταζάω:''' проводить (свою) жизнь, жить (ἐν ἡσυχίᾳ [[μετὰ]] φιλοσοφίας Plut.): κ. σεμνὸν βίον Eur. вести безупречную жизнь. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. καταζῶ.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ζάω), sein Leben zubringen, verleben; ἐν δ' ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ' ἀεὶ σεμνὸν βίον Eur. Ion 36; Plat. Conv. 192 b; Arist. Eth. 1, 10; Sp., ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut. Cic. 4.
Greek (Liddell-Scott)
καταζάω: ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, ἐν ἀνακτόροις θεοῦ καταζῇ δεῦρ’ ἀεὶ σεμνὸν βίον Εὐρ. Ἴων 56· πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 10, 10, Πλούτ. 2. 194Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pour l’ao. et le pf., v. καταβιόω;
passer sa vie.
Étymologie: κατά, ζάω.
Greek Monotonic
καταζάω: μέλ. -ζήσω, ζω, περνώ την ζωή μου, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
καταζάω: проводить (свою) жизнь, жить (ἐν ἡσυχίᾳ μετὰ φιλοσοφίας Plut.): κ. σεμνὸν βίον Eur. вести безупречную жизнь.