Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀδιέξοδος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιέξοδος:''' -ον, Ενεργ., [[ανίκανος]] να εξέλθει διαμέσου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀδιέξοδος:''' -ον, Ενεργ., [[ανίκανος]] να εξέλθει διαμέσου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀδιέξοδος:''' <b class="num">1)</b> Arst. = [[ἀδιεξίτητος]];<br /><b class="num">2)</b> не имеющий выхода, закрытый (χοιλότης Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιέξοδος Medium diacritics: ἀδιέξοδος Low diacritics: αδιέξοδος Capitals: ΑΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: adiéxodos Transliteration B: adiexodos Transliteration C: adieksodos Beta Code: a)die/codos

English (LSJ)

ον,

   A that cannot be gone through, τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a14.    2 having no outlet, of places, App.Mith.100, Plu.2.957d.    II Act., unable to get out, AP 11.395 (Nicarch.), cf Plu.2.679b, Ocell.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιέξοδος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, τὸ ἄπειρον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 2. 2) μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ τόπων, Ἀππ. Μιθρ. 100. II. ἐνεργ., ἀνίκανος νὰ ἐξέλθῃ διὰ μέσου, Ἀνθ. II. 11. 395, πρβλ. Πλούτ. 2. 679B.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans issue.
Étymologie: ἀ, διέξοδος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no se puede atravesar σήραγγες Procop.Goth.4.1.9.
2 que no tiene salida χωρίον App.Mith.100, κοιλότης Plu.2.957d.
3 infinito, ilimitado τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a14 (var.), cf. Ocell.17.
4 que no puede salir πορδή AP 11.395 (Nicarch.), φῦσαι Aret.SD 2.3.5, 2.8.2.

Greek Monotonic

ἀδιέξοδος: -ον, Ενεργ., ανίκανος να εξέλθει διαμέσου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιέξοδος: 1) Arst. = ἀδιεξίτητος;
2) не имеющий выхода, закрытый (χοιλότης Plut.).