ἀειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀειδής:''' <b class="num">1)</b> не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ [[ἄμορφος]] Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невзрачный, некрасивый ([[νεανίσκος]] Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.<br />невидимый, незримый ([[ψυχή]] Plat.; ἀ. καὶ [[ἀόρατος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειδής Medium diacritics: ἀειδής Low diacritics: αειδής Capitals: ΑΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeidḗs Transliteration B: aeidēs Transliteration C: aeidis Beta Code: a)eidh/s

English (LSJ)

ές, (εἶδος)

   A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a.    2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n’a pas de forme, immatériel.
Étymologie: ἀ, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀ.: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
subst. τὸ ἀ. imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.

Greek Monotonic

ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδής: 1) не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2) невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).