ἁγνόρυτος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁγνόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· [[ποταμός]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἁγνόρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· [[ποταμός]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁγνόρῠτος:''' чисто текущий, т. е. прозрачный или священный ([[ποταμός]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 15:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγνόρῠτος Medium diacritics: ἁγνόρυτος Low diacritics: αγνόρυτος Capitals: ΑΓΝΟΡΥΤΟΣ
Transliteration A: hagnórytos Transliteration B: hagnorytos Transliteration C: agnorytos Beta Code: a(gno/rutos

English (LSJ)

ον,

   A pure-flowing, ποταμός A.Pr.434(lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνόρῠτος: -ον, ὁ καθαρὰ ῥέων, ποταμός, Αἰσχ. Πέρσ. 434 (λυρ.): ποιητ. τύπος μεθ ̓ ἑνὸς ρ χάριν τοῦ μέτρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cours limpide.
Étymologie: ἁγνός, ῥέω.

Spanish (DGE)

(ἁγνόρῠτος) -ον de corrientes puras ποταμός A.Pr.434.

Greek Monotonic

ἁγνόρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που έχει αγνή, καθαρή ροή ύδατος· ποταμός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἁγνόρῠτος: чисто текущий, т. е. прозрачный или священный (ποταμός Aesch.).