αἰσυμνητεία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσυμνητεία:''' ἡ, [[μοναρχία]] που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή [[μοναρχία]], σε Αριστ. | |lsmtext='''αἰσυμνητεία:''' ἡ, [[μοναρχία]] που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή [[μοναρχία]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσυμνητεία:''' ἡ<b class="num">1)</b> выборная монархия (αἰ. ἐστὶν αἱρετὴ [[τυραννίς]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> власть Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A office of αἰσυμνήτης 11.1, = αἱρετὴ τυραννίς, Arist. Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσυμνητεία: ἡ, = αἱρετὴ τυραννίς, μοναρχία κατ’ ἐκλογὴν τῶν ὑπηκόων, Ἀριστ. Πολ. 3. 14, 14, Διογ. Λ. 1. 100.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. autorité d’un chef électif;
II. autorité, pouvoir, domination.
Étymologie: αἰσυμνήτης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): αἰσυμνητίη, -ης D.L.1.100
cargo de αἰσυμνήτης, dictadura elegida αἱρετὴ τυραννίς Arist.Pol.1285b25, cf. D.L.1.100.
Greek Monotonic
αἰσυμνητεία: ἡ, μοναρχία που έχει εκλεγεί από τον λαό, αιρετή μοναρχία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
αἰσυμνητεία: ἡ1) выборная монархия (αἰ. ἐστὶν αἱρετὴ τυραννίς Arst.);
2) власть Diog. L.