ἀλέασθαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ.
|lsmtext='''ἀλέασθαι:''' [[ἀλέασθε]], Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του [[ἀλέομαι]]· [[ἀλέαιτο]], γʹ ενικ. ευκτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλέασθαι:''' эп. inf. к [[ἀλέομαι]].
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέασθαι Medium diacritics: ἀλέασθαι Low diacritics: αλέασθαι Capitals: ΑΛΕΑΣΘΑΙ
Transliteration A: aléasthai Transliteration B: aleasthai Transliteration C: aleasthai Beta Code: a)le/asqai

English (LSJ)

ἀλέασθε,

   A v. ἀλέομαι. ἀλέατα, v. ἀλείατα.

German (Pape)

[Seite 93] s. ἀλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, τύποι Ἐπ. ἀόρ. α΄ τοῦ ἀλέομαι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. épq. de ἀλέομαι.

English (Autenrieth)

see ἀλέομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀλεύω.

Greek Monotonic

ἀλέασθαι: ἀλέασθε, Επικ. απαρ. αορ. αʹ και βʹ πληθ. του ἀλέομαι· ἀλέαιτο, γʹ ενικ. ευκτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέασθαι: эп. inf. к ἀλέομαι.