ἀκτερέϊστος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκτερέϊστος:''' -ον, = το επόμ., σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκτερέϊστος:''' -ον, = το επόμ., σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκτερέϊστος:''' Anth. = [[ἀκτέριστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unhallowed by funeral rites, AP7.564.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτερέϊστος: -ον, ὁ μὴ λαχὼν κτερισμάτων, ὁ μὴ ταφεὶς μεγαλοπρεπῶς, ἢ ἁπλῶς ὁ ἄθαπτος, Ἀνθ. Π. 7. 564.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha tenido honras fúnebres Λαοδίκη AP 7.564, νεβρός (ref. a Acteón), Nonn.D.5.430.
2 insepulto (δέμας) εἰ ἀ. ἕλωρ θήρεσσι γένοιτο Gr.Naz.M.37.1348.
Greek Monolingual
ἀκτερέιστος, -ον (Α) κτερεΐζω
ο ακτέριστος.
Greek Monotonic
ἀκτερέϊστος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτερέϊστος: Anth. = ἀκτέριστος.