ἀκροβελής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροβελής:''' -ές ([[βέλος]]), με [[οξεία]] [[αιχμή]] στο [[τελείωμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκροβελής:''' -ές ([[βέλος]]), με [[οξεία]] [[αιχμή]] στο [[τελείωμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροβελής:''' остроконечный (δόνακες Anth.).
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβελής Medium diacritics: ἀκροβελής Low diacritics: ακροβελής Capitals: ΑΚΡΟΒΕΛΗΣ
Transliteration A: akrobelḗs Transliteration B: akrobelēs Transliteration C: akrovelis Beta Code: a)krobelh/s

English (LSJ)

ές,

   A with point at end, AP6.62 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.

Spanish (DGE)

-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.

Greek Monotonic

ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).