ἁλυκίς: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλῠκίς:''' -[[ίδος]], ἡ (ἅλς), αλμυρή [[πηγή]], σε Στράβ. | |lsmtext='''ἁλῠκίς:''' -[[ίδος]], ἡ (ἅλς), αλμυρή [[πηγή]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλῠκίς:''' ίδος (ᾰ) ἡ соленость Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ἅλς)
A salt-spring, Str.4.1.6. II saltness, Plu. 2.897a.
German (Pape)
[Seite 110] ίδος, ἡ, das Salzigsein, Plut. plac. phil. 3, 16. – Bei Strab. p. 182 Salzquelle.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ, (ἃλς) = ἁλμυρὰ πηγή, Στράβ. 182. ΙΙ. ἁλμυρότης, Πλούτ. 2. 896F.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 salure;
2 salines.
Étymologie: ἁλυκός.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 salinidad, Placit.3.16.2, Plu.2.897a.
2 manantial de agua salobre Str.4.1.6.
• Etimología: Cf. ἅλς.
Greek Monolingual
ἁλυκὶς (-ίδος), η (Α) ἁλυκός
1. πηγή αλμυρού νερού
2. αλμυρότητα, αρμύρα.
Greek Monotonic
ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), αλμυρή πηγή, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλῠκίς: ίδος (ᾰ) ἡ соленость Plut.