ἀλοίτης: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλοίτης]], ο (Α)<br />[[αιολικός]] [[τύπος]] [[αντί]] [[ἀλείτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλοιτηρός]].
|mltxt=[[ἀλοίτης]], ο (Α)<br />[[αιολικός]] [[τύπος]] [[αντί]] [[ἀλείτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλείτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλοιτηρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλοίτης:''' ου ὁ Emped. ap. Plut. = [[ἀλείτης]].
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλοίτης Medium diacritics: ἀλοίτης Low diacritics: αλοίτης Capitals: ΑΛΟΙΤΗΣ
Transliteration A: aloítēs Transliteration B: aloitēs Transliteration C: aloitis Beta Code: a)loi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἀλείτης, avenger, Emp.10:—fem. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, of Athena, Lyc.936: but ἀλοῖτις, ἡ, = γεντιανή, Ps.-Dsc.3.3; = μανδραγόρα ἄρρεν, Id.4.75. ἀλοιτός, ὁ, (ἀλιτεῖν) = ἀλείτης, Lyc. 136: fem. ἀλοιταί· κοιναί, ἁμαρτωλαί, ποιναί (cf. ἀλοίτης), Hsch.

German (Pape)

[Seite 109] ὁ, äol. = ἀλείτης, Empedocl. p. 478. Bei Lycophr. 136 auch ἀλοιτός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλοίτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ ἀλείτης, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 2. 1113Β: - θηλ. Ἀλοῖτις, ιδος, ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀθηνᾶς, Λυκόφρ. 936.

Spanish (DGE)

-ου

• Prosodia: [ᾰ-]
1 vengador θάνατος Emp.B 10, πελαργός Call.Fr.271, cf. Euph.22 A 12.
2 ἀλοῖται· κοιναὶ ἁμαρτωλαί, ποιναί Hsch.; v. tb. ἀλείτης

Greek Monolingual

ἀλοίτης, ο (Α)
αιολικός τύπος αντί ἀλείτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείτης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλοιτηρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀλοίτης: ου ὁ Emped. ap. Plut. = ἀλείτης.