ἆμαρ: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἆμαρ:''' Δωρ. αντί [[ἦμαρ]].
|lsmtext='''ἆμαρ:''' Δωρ. αντί [[ἦμαρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἆμαρ:''' ἄματος τό дор. = [[ἦμαρ]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἆμαρ Medium diacritics: ἆμαρ Low diacritics: άμαρ Capitals: ΑΜΑΡ
Transliteration A: âmar Transliteration B: amar Transliteration C: amar Beta Code: a)=mar

English (LSJ)

ατος, τό, Dor. for ἦμαρ.

German (Pape)

[Seite 116] dor. = ἶμαρ, ἄματα Pind. P. 4, 156.

Greek (Liddell-Scott)

ἆμαρ: -ατος, τό, Δωρ. ἀντὶ ἦμαρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἦμαρ.

English (Slater)

ἆμᾰρ
   1 day κεῖνο κεῖν' ἆμαρ διαίτασεν (P. 9.68) τὸ μὲν πὰρ ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.76) τῷδ' ἐν ἄματι τερπνῷ (Pae. 15.1) opposed to night, ἐκάλει νύκτας ἄματά τ' εὔφρονα (P. 4.196) μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες (P. 4.256) εὗρεν παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ, ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113)

Spanish (DGE)

v. ἦμαρ.

Greek Monotonic

ἆμαρ: Δωρ. αντί ἦμαρ.

Russian (Dvoretsky)

ἆμαρ: ἄματος τό дор. = ἦμαρ.