ἀμείρω: Difference between revisions
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμείρω:''' [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀμείρω:''' [[αποστερώ]], [[αφαιρώ]] ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμείρω:''' лишать (τινός Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A = ἀμέρδω, bereave, c. gen. rei, Pi.P.6.26.
German (Pape)
[Seite 121] untheilhaftig machen, berauben, Pind. P. 6, 27 βίον τιμᾶς. Vgl. ἀμέρδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείρω: ἀμέρδω, ἀποστερῶ, ἀφαιρῶ, μ. γεν. πράγμ. Πινδ. Π. 6. 27.
French (Bailly abrégé)
exclure de la participation.
Étymologie: ἀ, μείρομαι.
English (Slater)
ᾰμείρω
1 rob c. acc. & gen. ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27)
Spanish (DGE)
privar c. gen. τιμᾶς Pi.P.6.27
•abs. Gal.19.77, Hsch.s.u. ἀμείρεσθαι, ἀμείροντες; v. tb. ἀμέρδω.
Greek Monolingual
ἀμείρω (Α)
στερώ, αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με τον τ. ἀμέρδω, και προήλθε από τον αόρ. άμερσα αναλογικά προς το σχήμα κείρω (ἔκερσα)].
Greek Monotonic
ἀμείρω: αποστερώ, αφαιρώ ένα πράγμα, με γεν., σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμείρω: лишать (τινός Pind.).