ἀναιδεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναιδεύομαι:''' αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀναιδεύομαι:''' αποθ., [[συμπεριφέρομαι]] ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναιδεύομαι:''' быть бесстыдным (πρός τι Arph.).
}}
}}

Revision as of 16:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναιδεύομαι Medium diacritics: ἀναιδεύομαι Low diacritics: αναιδεύομαι Capitals: ΑΝΑΙΔΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: anaideúomai Transliteration B: anaideuomai Transliteration C: anaideyomai Beta Code: a)naideu/omai

English (LSJ)

   A behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.

German (Pape)

[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.

French (Bailly abrégé)

se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.

Spanish (DGE)

ser desvergonzado, comportarse descaradamente πρὸς πᾶν Ar.Eq.397, de una prostituta ἐν προσώπω αὐτῆς Thd.Pr.7.13
c. inf. tener el descaro de ἔδωκάν μοι πληγὰς πλείους ἀναιδευόμενοι μὴ ἀποδῶναι PRyl.141.19 (I a.C.), cf. Phld.Rh.1.251., Herm.Vis.3.7.5.

Greek Monolingual

ἀναιδεύομαι (Α) ἀναίδεια
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω.

Greek Monotonic

ἀναιδεύομαι: αποθ., συμπεριφέρομαι ξεδιάντροπα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναιδεύομαι: быть бесстыдным (πρός τι Arph.).