ἀναλόγισμα: Difference between revisions
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναλόγισμα]], το (Α) [[ἀναλογίζομαι]]<br />[[συμπέρασμα]] που εξάγεται [[μετά]] από [[σύγκριση]]. | |mltxt=[[ἀναλόγισμα]], το (Α) [[ἀναλογίζομαι]]<br />[[συμπέρασμα]] που εξάγεται [[μετά]] από [[σύγκριση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλόγισμα:''' ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A a result of reasoning, τὰ περὶ τούτων ἀ. Pl.Tht.186c.
German (Pape)
[Seite 196] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλόγισμα: -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς κρίσις, τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ συμπέρασμα, τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
razonamiento τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones), Pl.Tht.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.Fr.[31] 7.7.
Greek Monolingual
ἀναλόγισμα, το (Α) ἀναλογίζομαι
συμπέρασμα που εξάγεται μετά από σύγκριση.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλόγισμα: ατος τό размышление, сопоставление, сравнение (τὰ περί τινος ἀναλογίσματα πρός τι Plat.).