ἀναλογητικός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναλογητικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀναλογῶ]]<br />[[οπαδός]] της αναλογίας στη [[γλώσσα]] (<b>βλ.</b> <i>αναλογικός</i>]. | |mltxt=[[ἀναλογητικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀναλογῶ]]<br />[[οπαδός]] της αναλογίας στη [[γλώσσα]] (<b>βλ.</b> <i>αναλογικός</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναλογητικός:''' пользующийся методом аналогии, аналогический Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A proportional, dub. in D.L.1.17. II of the analogical school of grammarians, A.D. Conj.241.14.
German (Pape)
[Seite 196] zur Analogie gehörig, darnach verfahrend, Diog. L. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογητικός: -ή, -όν, = ἀνάλογος, ἀμφ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 17.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
analógico, analogistade filósofos, D.L.1.17, de gramáticos, A.D.Coni.241.14.
Greek Monolingual
ἀναλογητικός, -ή, -όν (Α) ἀναλογῶ
οπαδός της αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός].
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογητικός: пользующийся методом аналогии, аналогический Diog. L.