ἀναλογητικός
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
ἀναλογητική, ἀναλογητικόν,
A proportional, dub. in D.L.1.17.
II of the analogical school of grammarians, A.D. Conj.241.14.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
analógico, analogista de filósofos, D.L.1.17, de gramáticos, A.D.Coni.241.14.
German (Pape)
[Seite 196] zur Analogie gehörig, darnach verfahrend, Diog. L. 1, 17.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλογητικός: пользующийся методом аналогии, аналогический Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογητικός: -ή, -όν, = ἀνάλογος, ἀμφ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 17.
Greek Monolingual
ἀναλογητικός, -ή, -όν (Α) ἀναλογῶ
οπαδός της αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός].