ἀντιδέχομαι: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδέχομαι:''' μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[αποδέχομαι]] ή [[παραλαμβάνω]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἀντιδέχομαι:''' μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[αποδέχομαι]] ή [[παραλαμβάνω]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδέχομαι:''' получать взамен ([[τῖμος]], ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A receive in return, A.Ch.916; ἀμοιβὰς κακάς Cat.Cod. Astr. 2.211; ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA1222.
German (Pape)
[Seite 251] dagegen empfangen, Aesch. Ch. 903; Eur. I. A. 1222.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέχομαι: ἀποθ., δέχομαί τι ἢ λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ ἄλλου, ποῦ δῆθ’ ὁ τῖμος, ὅντιν’ ἀντεδεξάμην; Αἰσχύλ. Χο. 916· ἔδωκα κἀντεδεξάμην Εὐρ. Ι. Α. 1222.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντεδεξάμην;
recevoir en échange.
Étymologie: ἀντί, δέχομαι.
Spanish (DGE)
1 recibir a su vez ποῦ δῆθ' ὁ τῖμος ὅντιν' ἀντεδεξάμην; A.Ch.916, φίλας χάριτας ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA 1222, ἀμοιβὰς κακὰς παρ' αὐτῶν ἀντιδέξεται Cat.Cod.Astr.2.211.
2 cambiar por νυκτὸς ... σφυρὸν Ἰφίκλειον Call.Fr.75.45 (tm.).
3 recoger un refrán de otros, Basil.H.Myst.60.
Greek Monolingual
ἀντιδέχομαι (Α)
δέχομαι, παίρνω κάτι ως αντάλλαγμα.
Greek Monotonic
ἀντιδέχομαι: μέλ. -δέξομαι, αποθ., αποδέχομαι ή παραλαμβάνω ως αντάλλαγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδέχομαι: получать взамен (τῖμος, ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).