ἀπιάλλω: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπιάλλω:''' Λακων. [[λέξη]] αντί [[ἀποπέμπω]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀπιάλλω:''' Λακων. [[λέξη]] αντί [[ἀποπέμπω]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπιάλλω:''' лак. Thuc. = [[ἀποπέμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -ιαλῶ Hsch., Dor. for ἀποπέμπω, Th.5.77; μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε keep them off, Archestr.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 291] wegschicken, lakon. W. bei Thuc. 5, 77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπῐάλλω: μέλλ. -ιαλῶ (Ἡσύχ.), Δωρ. λέξις ἀντὶ τοῦ ἀποπέμπω, Θουκ. 5. 77· μεγάλου δ’ ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε (ἐν τμήσει) ἄπεχε, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321Α.
French (Bailly abrégé)
renvoyer.
Étymologie: mot. lac.
Spanish (DGE)
dór. enviar αἰ δέ τι δοκῇ τοῖς ξυμμάχοις, οἴκαδ' ἀπιάλλην y si los aliados hacen alguna proposición, podrán devolverlo (el tratado) a su país (para su revisión), Th.5.77, en tm. μεγάλου δ' ἀπὸ χεῖρας ἴαλλε de una (aulaga) grande aparta tus manos Archestr.29, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀπιάλλω (Α)
αποφεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ιάλλω «φεύγω, εκτοξεύω»].
Greek Monotonic
ἀπιάλλω: Λακων. λέξη αντί ἀποπέμπω, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπιάλλω: лак. Thuc. = ἀποπέμπω.