ἀποδάσμιος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδάσμιος:''' -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀποδάσμιος:''' -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδάσμιος:''' отделившийся, оторвавшийся (от своих) ([[Φωκέες]] Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A parted off, Φωκέες ἀ. parted from the rest, Hdt. 1.146; ἀ. αἶσα a share apportioned, Opp.H.5.444.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδάσμιος: -ον, ἀποκεχωρισμένος, Φωκέες ἀπ., ἀποκεχωρισμένοι ἀπὸ τῶν λοιπῶν, Ἡρόδ. 1. 146· - «ἀποδάσμιοι· ἀποδεδασμένοι» Ἡσύχ.: - ἀπ. αἶσα, μερίδιον ἀποχωρισθὲν διά τινα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 444· πρβλ. ἀποδατέομαι ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
détaché d’un tout.
Étymologie: ἀποδασμός.
Spanish (DGE)
-ον
1 separado del resto de la metrópoli Φωκέες Hdt.1.146, γένος ... ἐκ τοῦ Εὐρωπαίου ἀποδάσμιον D.C.Epit.9.20.14, cf. Hsch.
2 proporcionado αἶσα Opp.H.5.444.
Greek Monolingual
ἀποδάσμιος, -ον (Α) αποδατούμαι
αποχωρισμένος, χωριστός.
Greek Monotonic
ἀποδάσμιος: -ον, αυτός που έχει αποχωριστεί από τους υπολοίπους, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδάσμιος: отделившийся, оторвавшийся (от своих) (Φωκέες Her.).