ἀποκωκύω: Difference between revisions
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκωκύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, [[οδύρομαι]] για, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποκωκύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, [[οδύρομαι]] για, <i>τινά</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκωκύω:''' громко вопить, рыдать, оплакивать (τινά Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 31 December 2018
English (LSJ)
A mourn loudly over, τινά A.Ag.1544.
German (Pape)
[Seite 310] laut beklagen, Aesch. Ag. 1524 ψυχήν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκωκύω: θρηνῶ μεγαλοφώνως, κτείνασ' ἄνδρα τὸν αὑτῆς ἀποκωκῦσαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1544.
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur, acc..
Étymologie: ἀπό, κωκύω.
Spanish (DGE)
honrar con lamentos ἄνδρα A.A.1544
•abs. gemir de un pájaro, Rhian.73.3.
Greek Monolingual
ἀποκωκύω (Α)
μοιρολογώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»].
Greek Monotonic
ἀποκωκύω: μέλ. -ύσω [ῡ], θρηνώ μεγαλοφώνως, οδύρομαι για, τινά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκωκύω: громко вопить, рыдать, оплакивать (τινά Aesch.).