ἀποκομπάζω: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποκομπάζω:''' λέγεται για τις χορδές της λύρας, [[σπάζω]] κάνοντας θόρυβο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀποκομπάζω:''' λέγεται για τις χορδές της λύρας, [[σπάζω]] κάνοντας θόρυβο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποκομπάζω:''' лопаться с треском (λύρας ἀπεκόμπασε χορδά Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
of lyre strings,
A break with a snap, AP6.54 (Paul. Sil.); declare blatantly, Simp. in Ph.1143.8.
German (Pape)
[Seite 308] großprahlen; bei Paul. Sil. 48 (VI, 54) vom Platzen einer Saite.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομπάζω: ἐπὶ τῶν χορδῶν τῆς λύρας, θραύομαι μετὰ ἤχου, Ἀνθ. Π. 6. 54.
French (Bailly abrégé)
éclater avec bruit.
Étymologie: ἀπό, κομπάζω.
Spanish (DGE)
1 romperse con ruido, saltar λύρας ἀπεκόμπασε χορδά AP 6.54.5 (Paul.Sil.).
2 gloriarse ὁ δ' ἠλάλαξε κἀτεκόμπασεν τάδε E.HF 981, cf. Simp.in Ph.1143.8
•usar un lenguaje despreciativo εἰς τὸν Χριστόν Soz.HE 6.1.3.
Greek Monotonic
ἀποκομπάζω: λέγεται για τις χορδές της λύρας, σπάζω κάνοντας θόρυβο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκομπάζω: лопаться с треском (λύρας ἀπεκόμπασε χορδά Anth.).