ἀποκομπάζω
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
of lyre strings, break with a snap, AP6.54 (Paul. Sil.); declare blatantly, Simp. in Ph.1143.8.
Spanish (DGE)
1 romperse con ruido, saltar λύρας ἀπεκόμπασε χορδά AP 6.54.5 (Paul.Sil.).
2 gloriarse ὁ δ' ἠλάλαξε κἀτεκόμπασεν τάδε E.HF 981, cf. Simp.in Ph.1143.8
•usar un lenguaje despreciativo εἰς τὸν Χριστόν Soz.HE 6.1.3.
German (Pape)
[Seite 308] großprahlen; bei Paul. Sil. 48 (VI, 54) vom Platzen einer Saite.
French (Bailly abrégé)
éclater avec bruit.
Étymologie: ἀπό, κομπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκομπάζω: лопаться с треском (λύρας ἀπεκόμπασε χορδά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομπάζω: ἐπὶ τῶν χορδῶν τῆς λύρας, θραύομαι μετὰ ἤχου, Ἀνθ. Π. 6. 54.
Greek Monotonic
ἀποκομπάζω: λέγεται για τις χορδές της λύρας, σπάζω κάνοντας θόρυβο, σε Ανθ.