ἀπορραπίζω: Difference between revisions
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπορραπίζω]] (AM)<br />[[αποκρούω]], [[παραμερίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] να πάλλεται (η [[πνοή]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]] του ρ). | |mltxt=[[ἀπορραπίζω]] (AM)<br />[[αποκρούω]], [[παραμερίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανασκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάνω]] να πάλλεται (η [[πνοή]] [[κατά]] την [[εκφώνηση]] του ρ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορρᾰπίζω:''' выталкивать, вытеснять Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A beat back, drive away, Apollod.Poliorc.141.1; reject, Mich.in EN 56.22, Eust.561.41:—Pass., Arist.Div. Somn.464a26. II τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα causing the breath to vibrate, in the pronunciation of r, D.H.Comp.14 (but v. ἀποροιπ-).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρᾰπίζω: ἀπωθῶ, ἀποκρούω, συμβήσεται... τὰ βάρη... ἀπορραπίζεσθαι Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 15, 12, Εὐστ. 561. 41: - Παθ., Ἀριστ. Περὶ τ. καθ’ ὕπν. μαντ. 2. 9. ΙΙ. τῆς γλώσσης ἄκρας ἀπορραπιζούσης τὸ πνεῦμα, ἀναγκαζούσης τὴν πνοὴν νὰ πάλληται κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τοῦ ρ, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 14.
Spanish (DGE)
1 rechazar vehementemente Mich.in EN 56.22, τὴν τοῦ Φοίβου (ἐτυμολογίαν) Georgius grammaticus en Eust.561.41, en v. pas. αἱ οἰκεῖαι κινήσεις ... ἀπορραπίζονται Arist.Diu.Som.464a26, τὰ βάρη ... ἀπορραπίζεσθαι Apollod.Poliorc.207.9, cf. AB 421.
2 hacer vibrar de la punta de la lengua ἀ. τὸ πνεῦμα D.H.Comp.14.25.
Greek Monolingual
ἀπορραπίζω (AM)
αποκρούω, παραμερίζω
μσν.
ανασκευάζω
αρχ.
κάνω να πάλλεται (η πνοή κατά την εκφώνηση του ρ).
Russian (Dvoretsky)
ἀπορρᾰπίζω: выталкивать, вытеснять Arst.