ἀποτελευτάω: Difference between revisions
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτελευτάω:''' заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 31 December 2018
English (LSJ)
intr.,
A end, ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt.353e, 354b; ἀποτελευτῶν at last, Id.Plt.310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.Pol.1305b11.
German (Pape)
[Seite 330] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτελευτάω: ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, εἰς τέλος, ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 intr. finir, aboutir, avec εἰς et l’acc.;
2 tr. achever.
Étymologie: ἀπό, τελευτάω.
Spanish (DGE)
terminar en c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.Acut.(Sp.) 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.Pr.2.57
•resultar en εἰς ἀνίας Pl.Prt.353e, εἰς ἡδονάς Pl.Prt.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.Epin.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.Pol.1305b11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a
•abs. ἀποτελευτῶσα finalmente Pl.Plt.310e.
Greek Monotonic
ἀποτελευτάω: μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση, εἴςτι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτελευτάω: заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).