ἀρωματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἀρωματοφόρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[άρωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χώρα]])<br /><b>1.</b> αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[αυλικός]], [[υπεύθυνος]] για τα αρώματα του κυρίου του.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρωματοφόρος:''' дающий ароматические растения (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτοφόρος Medium diacritics: ἀρωματοφόρος Low diacritics: αρωματοφόρος Capitals: ΑΡΩΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: arōmatophóros Transliteration B: arōmatophoros Transliteration C: aromatoforos Beta Code: a)rwmatofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A spice-bearing, [γῆ] Str.1.2.32; Ἀραβία Dsc.1.13, cf. Plu.Alex.25, Luc.Macr.17.    2 Subst. -φόρος, ὁ, servant in charge of spices, J.AJ17.8.3.

German (Pape)

[Seite 368] Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματοφόρος: -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des aromates.
Étymologie: ἄρωμα, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον
1 productor de aromas o perfumes, Ἀραβία Dsc.1.13
subst. ἡ ἀ. de Arabia y el próximo Oriente, Str.1.2.32, Plu.Alex.25, 2.179c, Luc.Macr.17.
2 portador de aromas, turiferario en cortejos fúnebres, I.BI 1.673, AI 17.199.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀρωματοφόρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει άρωμα
αρχ.
(για χώρα)
1. αυτή στην οποία ευδοκιμούν αρωματικά φυτά
2. ως ουσ. αυλικός, υπεύθυνος για τα αρώματα του κυρίου του.

Russian (Dvoretsky)

ἀρωματοφόρος: дающий ароматические растения (sc. γῆ Plut., Luc.) или вещества (δένδρα Arst.).