ἄστακτος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄστακτος:''' обильно льющийся ([[ὕδωρ]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστακτος Medium diacritics: ἄστακτος Low diacritics: άστακτος Capitals: ΑΣΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: ástaktos Transliteration B: astaktos Transliteration C: astaktos Beta Code: a)/staktos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.

German (Pape)

[Seite 374] nicht tröpfelnd, sondern reichlich fließend, ὕδωρ Eur. I. T 1242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coule abondamment litt. non goutte à goutte.
Étymologie: ἀ, στάζω.

Spanish (DGE)

-ον
que fluye constantemente ὕδατα E.IT 1242, cf. Hsch.α 7815.

Greek Monolingual

ἄστακτος, -ον (Α)
βλ. ἄσταχτος.

Greek Monotonic

ἄστακτος: αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστακτος: обильно льющийся (ὕδωρ Eur.).