ἀσφαραγέω: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀσφᾰρᾰγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σφαραγέω</i>), [[αντηχώ]], [[δημιουργώ]] οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσφᾰραγέω:''' бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v. l. к [[ἀμφαγείρομαι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀ- euph., σφαραγέω)
A resound, clang, of armed men, Theoc.17.94 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 381] (α euphon.), rauschen, tosen, Theocr. 17, 94, Mein. lies't ἀμφαγέρονται.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰρᾰγέω: (α εὐφων. σφαραγέω) ἀντηχῶ, κλαγγὴν ποιῶ, ἐπὶ ἐνόπλων ἀνδρῶν, πολλοὶ δὲ οἱ ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀσφαραγεῦντι Θεόκρ. 17. 94· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ πολλοῖ δὲ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire du bruit par entrechoquement en parl. d’un homme en armes.
Étymologie: ἀ, σφαραγέομαι.
Greek Monotonic
ἀσφᾰρᾰγέω: μέλ. -ήσω (α ευφωνικό, σφαραγέω), αντηχώ, δημιουργώ οξύ μεταλλικό ήχο, λέγεται για οπλισμένους άντρες, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσφᾰραγέω: бряцать, лязгать (χαλκῷ Thuc. - v. l. к ἀμφαγείρομαι).