ἀσκίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀσκίτης]]) [[ἀσκός]]<br />[[άθροιση]] υγρού στην περιτοναϊκή [[κοιλότητα]], [[ανάμεσα]] στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό [[τοίχωμα]] και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.
|mltxt=ο (Α [[ἀσκίτης]]) [[ἀσκός]]<br />[[άθροιση]] υγρού στην περιτοναϊκή [[κοιλότητα]], [[ανάμεσα]] στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό [[τοίχωμα]] και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκίτης:''' похожий на (раздутый) мех, т. е. отечный: ἀ. [[νόσος]] Plut. общая отечность, водянка.
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκίτης Medium diacritics: ἀσκίτης Low diacritics: ασκίτης Capitals: ΑΣΚΙΤΗΣ
Transliteration A: askítēs Transliteration B: askitēs Transliteration C: askitis Beta Code: a)ski/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ἀσκός kind of

   A dropsy, ascites, Epicur.Fr.190, Aret.SD1.16, Gal.17(2).670.    II patient suffering from the disease, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.

German (Pape)

[Seite 371] ὁ, Schlauch-, Wassersucht, Epicur. bei Plut. non posse 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκίτης: -ου, ὁ, [ῑ], εἶδος ὕδρωπος (ἐκ τοῦ ἀσκός), νόσῳ νοσῶν ἀσκίτῃ Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1097Ε, Ἀρετ. 48· ὕδρωψ ἀσκίτης ἐστὶν ἐφ’ οὗ κοιλία καὶ ὄσχεον καὶ σκέλη ἐξοιδίσκεται, τὰ δὲ ἄνω ἰσχνὰ γίνεται ἀπολεπτυνόμενα Γαλην. Ὅροι Ἰατρικ. τ. 19. σ. 424, ἴδε καὶ τ. 15. σ. 891 κτλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [fem., Gal.17(2).670]
1 medic. ascitis Metrod.46, Gal.l.c., Aret.SD 1.16.6, Sch.Gal.2.24M.(p.17).
2 medic. persona que padece ascitis Herod.Med. en Orib.10.8.9.

Greek Monolingual

ο (Α ἀσκίτης) ἀσκός
άθροιση υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα, ανάμεσα στη μεμβράνη που επενδύει το κοιλιακό τοίχωμα και τη μεμβράνη που καλύπτει τα ενδοκοιλιακά όργανα.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκίτης: похожий на (раздутый) мех, т. е. отечный: ἀ. νόσος Plut. общая отечность, водянка.