ἄψοφος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄψοφος:''' -ον, = [[ἀψόφητος]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἄψοφος:''' -ον, = [[ἀψόφητος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄψοφος:''' Soph., Eur., Plut. = ἀψύφητος.
}}
}}

Revision as of 17:42, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψοφος Medium diacritics: ἄψοφος Low diacritics: άψοφος Capitals: ΑΨΟΦΟΣ
Transliteration A: ápsophos Transliteration B: apsophos Transliteration C: apsofos Beta Code: a)/yofos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀφόφητος, S.Tr.967 (lyr.), E.Tr.887, Com.Adesp.1310, Arist.de An.420a7. Adv. -φως and -φέως EM183.22.

German (Pape)

[Seite 421] dasselbe, στόμα ἔχειν B. A. p. 9; κέλευθος Eur. Troad. 887; Soph. Trach. 968.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, Ἱππ. 344. 51, Σοφ. Τρ. 967, Εὐρ. Τρῳ. 887. Ἐπίρρ. -φως Γρηγ. Ναζ.: -φέως Ἐτυμ. Μ. 183, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψόφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no hace ruido, silencioso βαρεῖαν ἄψοφον φέρει βάσιν S.Tr.967, ἴχνος Call.Ap.12, Del.302, Nonn.D.13.10, ἄ. κέλευθος E.Tr.887, Plot.4.4.45, Procl.in Ti.1.398.18, An.Ox.3.411, θεὸς δ' ἰχνεύουσα δι' ὕδατος ἄψοφον ἀκτήν Nonn.D.41.106, αὐτὸς ... ἄψοφον ὁ ἀήρ Arist.de An.420a7, ἀπὸ τῆς ἀψόφου ... ἐκπνοῆς Gal.4.478, ὑδάτων δὲ χύσις ἄ. στάτω Synes.Hymn.2.42
fig. de abstr. θεωρία ἄ. Plot.3.8.4
de la boca callada ἄψοφον ἔχειν στόμα Trag.Adesp.336a, Com.Adesp.1310.
2 adv. -ως jón. -έως sin ruido, silenciosamente Plot.4.3.4, EM 377, 523, An.Ox.1.374.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄψοφος, -ον) ψόφος
ο αψόφητος.

Greek Monotonic

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄψοφος: Soph., Eur., Plut. = ἀψύφητος.