βαθυπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθῠπόλεμος:''' -ον, αυτός που έχει βυθιστεί στον πόλεμο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''βᾰθῠπόλεμος:''' -ον, αυτός που έχει βυθιστεί στον πόλεμο, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαθυπόλεμος:''' крайне воинственный ([[Ἄρης]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθυπόλεμος Medium diacritics: βαθυπόλεμος Low diacritics: βαθυπόλεμος Capitals: ΒΑΘΥΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: bathypólemos Transliteration B: bathypolemos Transliteration C: vathypolemos Beta Code: baqupo/lemos

English (LSJ)

ον,

   A plunged deep in war, Pi.P.2.1.

German (Pape)

[Seite 424] Ἄρης, stets, tief im Kriege begriffen, Pind. P. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠπόλεμος: -ον, βεβυθισμένος εἰς πόλεμον, Ἄρης Πίνδ. Π. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément belliqueux.
Étymologie: βαθύς, πόλεμος.

English (Slater)

βᾰθῠπόλεμος
   1 deep in war βαθυπολέμου Ἄρεος (P. 2.1)

Spanish (DGE)

(βᾰθῠπόλεμος) -ον sumido en la guerra Ares, Pi.P.2.1.

Greek Monolingual

βαθυπόλεμος, -ον (Α)
(για τον Άρη) αυτός που ασχολείται διαρκώς με τον πόλεμο.

Greek Monotonic

βᾰθῠπόλεμος: -ον, αυτός που έχει βυθιστεί στον πόλεμο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

βαθυπόλεμος: крайне воинственный (Ἄρης Pind.).