βραχυόνειρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραχυόνειρος]], -ον (Α)<br />με [[σύντομα]] όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («[[βραχυόνειρος]] ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).
|mltxt=[[βραχυόνειρος]], -ον (Α)<br />με [[σύντομα]] όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («[[βραχυόνειρος]] ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).
}}
{{elru
|elrutext='''βραχυόνειρος:''' <b class="num">1)</b> полный коротких сновидений ([[ὕπνος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> похожий на короткое сновидение, мимолетный (φαντασίαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχυόνειρος Medium diacritics: βραχυόνειρος Low diacritics: βραχυόνειρος Capitals: ΒΡΑΧΥΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: brachyóneiros Transliteration B: brachyoneiros Transliteration C: vrachyoneiros Beta Code: braxuo/neiros

English (LSJ)

ον,

   A with short or few dreams, ὕπνος Pl.Ti.45e; φαντασίαι Plu.2.686b.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzen, wenigen Träumen, ὕπνος Plat. Tim. 45 e.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυόνειρος: -ον, καθ’ ὅν τις σύντομα ἢ ὀλίγα ὄνειρα βλέπει, ὕπνος Πλάτ. Τιμ. 45E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a peu de songes ou des songes courts;
2 qui est un songe de courte durée.
Étymologie: βραχύς, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον
de pocos sueños ὕπνος Pl.Ti.45e, φαντασίαι Plu.2.686b.

Greek Monolingual

βραχυόνειρος, -ον (Α)
με σύντομα όνειρα, με όνειρα που διαρκούν ελάχιστα («βραχυόνειρος ύπνος», «βραχυόνειροι φαντασίαι»).

Russian (Dvoretsky)

βραχυόνειρος: 1) полный коротких сновидений (ὕπνος Plat.);
2) похожий на короткое сновидение, мимолетный (φαντασίαι Plut.).