γεώργημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[γεώργημα]]) [[γεωργώ]]<br />ο καλλιεργημένος [[αγρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της γης<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> η [[συγκομιδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> οι γεωργικές ασχολίες. | |mltxt=το (AM [[γεώργημα]]) [[γεωργώ]]<br />ο καλλιεργημένος [[αγρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[καρπός]] της γης<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> η [[συγκομιδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> οι γεωργικές ασχολίες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεώργημα:''' ατος τό обрабатываемая земля Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, in pl.,
A operations of husbandry, Pl.Lg.674c.
German (Pape)
[Seite 488] τό, beackertes Land, im plur. Plat. Legg. II, 674 c.
Greek (Liddell-Scott)
γεώργημα: τό, κεκαλλιεργημένη γῆ, Πλάτ. Νόμ. 674C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. cultivos, trabajos de agricultura τακτὰ δὲ τά τ' ἄλλ' ἂν εἴη γεωργήματα y los restantes cultivos estarían reglamentados Pl.Lg.674c, τὰ τῶν ἀνθρώπων γεωργήματα Epiph.Const.Haer.52.1.2.
Greek Monolingual
το (AM γεώργημα) γεωργώ
ο καλλιεργημένος αγρός
αρχ.-μσν.
1. ο καρπός της γης
2. πληθ. η συγκομιδή
αρχ.
πληθ. οι γεωργικές ασχολίες.
Russian (Dvoretsky)
γεώργημα: ατος τό обрабатываемая земля Arst.