διαδοτέος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(nl)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.
|elnltext=διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.
}}
{{elru
|elrutext='''διαδοτέος:''' adj. verb. к [[διαδίδωμι]].
}}
}}

Revision as of 18:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδοτέος Medium diacritics: διαδοτέος Low diacritics: διαδοτέος Capitals: ΔΙΑΔΟΤΕΟΣ
Transliteration A: diadotéos Transliteration B: diadoteos Transliteration C: diadoteos Beta Code: diadote/os

English (LSJ)

έα, έον,

   A to be published, Isoc.12.233.    II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.

Russian (Dvoretsky)

διαδοτέος: adj. verb. к διαδίδωμι.