δεκάτευμα: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[δεκάτεμα]] και [[δεκάτισμα]], το (AM [[δεκάτευμα]]) [[δεκατεύω]]<br />η [[δεκάτη]], το ένα δέκατο κάποιου ποσού. | |mltxt=και [[δεκάτεμα]] και [[δεκάτισμα]], το (AM [[δεκάτευμα]]) [[δεκατεύω]]<br />η [[δεκάτη]], το ένα δέκατο κάποιου ποσού. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάτευμα:''' ατος τό десятая часть, десятина Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A tenth, tithe, Call.Epigr.40 (pl.).
German (Pape)
[Seite 543] τό, der Zehend, Callim. 20 (XIII, 25); ἐξ εὐνῆς Diosc. 12 (VI, 290).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάτευμα: τό, δέκατον, ἡ δεκάτη, Καλλ. Ἐπ. 40.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
diezmo, décima parte τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματα Call.Epigr.39.6, ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ. AP 6.290 (Diosc.).
Greek Monolingual
και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) δεκατεύω
η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού.
Russian (Dvoretsky)
δεκάτευμα: ατος τό десятая часть, десятина Anth.