διαθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(big3_11)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[calentar enteramente]], [[penetrar de calor]] οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (<i>sc</i>. τῆς ζωῆς [[δύναμις]]) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (<i>sc</i>. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.<i>All</i>.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.<i>Hex</i>.7.3.
|dgtxt=[[calentar enteramente]], [[penetrar de calor]] οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (<i>sc</i>. τῆς ζωῆς [[δύναμις]]) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (<i>sc</i>. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.<i>All</i>.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.<i>Hex</i>.7.3.
}}
{{elru
|elrutext='''διαθάλπω:''' наполнять теплотой, согревать ([[οἶνος]] διαθάλπων τὸν πίνοντα Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθάλπω Medium diacritics: διαθάλπω Low diacritics: διαθάλπω Capitals: ΔΙΑΘΑΛΠΩ
Transliteration A: diathálpō Transliteration B: diathalpō Transliteration C: diathalpo Beta Code: diaqa/lpw

English (LSJ)

   A warm through, Plu.2.799b.

German (Pape)

[Seite 578] durchwärmen, Plut. reip. ger. praec. 3.

Greek (Liddell-Scott)

διαθάλπω: ἐντελῶς θερμαίνω, Πλούτ. 2. 799R.

French (Bailly abrégé)

pénétrer d’une douce chaleur.
Étymologie: διά, θάλπω.

Spanish (DGE)

calentar enteramente, penetrar de calor οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπων Plu.2.799b, ἡ μὲν (sc. τῆς ζωῆς δύναμις) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητι Gr.Nyss.M.44.241C, en v. pas. ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (sc. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.All.8, (τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενον Basil.Hex.7.3.

Russian (Dvoretsky)

διαθάλπω: наполнять теплотой, согревать (οἶνος διαθάλπων τὸν πίνοντα Plut.).