διεξέλασις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διεξέλᾰσις:''' -εως, ἡ, = [[διέλασις]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''διεξέλᾰσις:''' -εως, ἡ, = [[διέλασις]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διεξέλᾰσις:''' εως ἡ Plut. = [[διέλασις]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A = διέλασις, Id.Sull.18, Hld.9.18.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchbrechen, Durchreiten; Plut. Sull. 18; Heliod. 9, 18.
Greek (Liddell-Scott)
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, Πλούτ. Σύλλ. 18, Ἡλιόδ. 9. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charge de cavalerie.
Étymologie: διεξελαύνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
carga, embestidade carros, Plu.Sull.18, de caballos, Hld.9.18.2.
Greek Monolingual
διεξέλασις, η (Α) διεξελαύνω
διέλασις.
Greek Monotonic
διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διεξέλᾰσις: εως ἡ Plut. = διέλασις 2.