δυσαπότρεπτος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσαπότρεπτος:''' -ον ([[ἀποτρέπω]]), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν. | |lsmtext='''δυσαπότρεπτος:''' -ον ([[ἀποτρέπω]]), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσαπότρεπτος:''' которого трудно отклонить или отговорить ([[δυσκάθεκτος]] καὶ δ. Xen.; [[δυσπαραίτητος]] καὶ δ. Plut. - v. l. [[δυσαπότριπτος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to dissuade, refractory, X.Mem.4.1.4, Aristaenet.1.28.
German (Pape)
[Seite 676] schwer abzuwenden, Xen. Mem. 4, 1, 4 u. Sp., wie Plut. vit. pud. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαπότρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτρεπόμενος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à détourner, à dissuader.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρέπω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de disuadir, contumazde los que no reciben educación, X.Mem.4.1.4, ἐραστής Aristaenet.1.28.22
•neutr. subst. τὸ δ. contumacia μυίας Tz.H.2.654.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσαπότρεπτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.
Greek Monotonic
δυσαπότρεπτος: -ον (ἀποτρέπω), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
δυσαπότρεπτος: которого трудно отклонить или отговорить (δυσκάθεκτος καὶ δ. Xen.; δυσπαραίτητος καὶ δ. Plut. - v. l. δυσαπότριπτος).