δρομάω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(4)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρομάω:''' θαμιστικό του <i>δρᾰμεῖν</i>, [[τρέχω]], μόνο σε παρακ. <i>δεδρόμηκα</i>, Αιολ. <i>-ᾱκα</i>, σε [[Σαπφώ]], Βάβρ.
|lsmtext='''δρομάω:''' θαμιστικό του <i>δρᾰμεῖν</i>, [[τρέχω]], μόνο σε παρακ. <i>δεδρόμηκα</i>, Αιολ. <i>-ᾱκα</i>, σε [[Σαπφώ]], Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρομάω:''' (только 3 л. sing. aor. iter. [[δρομάασκε]] и pf. δεδρόμηκα) бежать Hes., Babr.
}}
}}

Revision as of 19:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρομάω Medium diacritics: δρομάω Low diacritics: δρομάω Capitals: ΔΡΟΜΑΩ
Transliteration A: dromáō Transliteration B: dromaō Transliteration C: dromao Beta Code: droma/w

English (LSJ)

(not found in pres.),

   A = τρέχω: Ep. iter. δρομάασκε Hes.Fr.117 (v.l. φοίτασκε): aor. 1 part. δρομήσασα Vett. Val.345.33 (but inf. δρομῆσαι dub. in Hp.Fract.4): pf. ὐπα-δεδρόμακε Sapph.2.10.

German (Pape)

[Seite 667] nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.

French (Bailly abrégé)

pf. δεδρόμηκα;
courir.
Étymologie: δρόμος.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. δρωμ- Hsch.

• Morfología: [impf. iter. δρομάασκε Hes.Fr.62.2]
1 de pers. correr ἐπὶ πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσιν Hes.l.c., cf. Hsch.
2 de naves navegar velozmente ἡ ... ναῦς ῥοθίως δρομήσασα Vett.Val.332.7, cf. tb. δρομέω.

Greek Monotonic

δρομάω: θαμιστικό του δρᾰμεῖν, τρέχω, μόνο σε παρακ. δεδρόμηκα, Αιολ. -ᾱκα, σε Σαπφώ, Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

δρομάω: (только 3 л. sing. aor. iter. δρομάασκε и pf. δεδρόμηκα) бежать Hes., Babr.