ἐγκατειλέομαι: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(6_20) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκατειλέομαι''': παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29. | |lstext='''ἐγκατειλέομαι''': παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκατειλέομαι:''' собираться, накапливаться (τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be cooped up in, Arist.Mu.395b33, dub. in Ph. 2.504.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατειλέομαι: παθ. ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι ἔν τινι, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατειλέομαι: собираться, накапливаться (τοῖς τῆς γῆς κοιλώμασι Arst.).